«Η Ελλάδα ίσως έχει μπροστά της μια χαμένη δεκαετία» υποστηρίζει ο διευθύνων σύμβουλος του μεγαλύτερου fund στον κόσμο που επενδύει στην αγορά ομολόγων, ενώ την ίδια ώρα η Goldman Sachs εκτιμά ότι τα ελληνικά 30ετή ομόλογα πέρασαν το «σημείο χωρίς επιστροφή».
Αυτό σημαίνει ότι υποχώρησαν κάτω από το ήμισυ της αρχικής τους τιμής, επίπεδο κάτω από το οποίο η αμερικανική επενδυτική τράπεζα θεωρεί πως δεν υπάρχει περίπτωση να ανακάμψουν.
Στην απογοητευτική αυτή εκτίμηση της Goldman Sachs προστίθεται η δήλωση για την χαμένη δεκαετία που θα διανύσει η χώρα μας/
«Οι εμπειρίες μας για τις κρίσεις δημοσίου χρέους αφορούν τις κρίσεις της δεκαετίας του 1980 στη Λατινική Αμερική. Εξ αιτίας των κρίσεων αυτών η Λατινική Αμερική είχε ζήσει τότε μια χαμένη δεκαετία σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, την απασχόληση και τις επενδύσεις. Η Ελλάδα σήμερα αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο».
Στην απαισιόδοξη αυτή πρόβλεψη προχώρησε μιλώντας στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt ο διευθύνων σύμβουλος της Pacific Investment Management Co. Μοχάμεντ Ελ-Εριάν.
Ο επικεφαλής της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης κρατικών ομολόγων στον κόσμο πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα πόρρω απέχει από την επίτευξη μιας οικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας» και ότι «δεν έχει κάνει κάποιο βήμα για να ξανακερδίσει την πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές
Στην αγορά του Λονδίνου η ονομαστική αξία του 30ετούς ομολόγου της ελληνικής κυβέρνησης που λήγει το Σεπτέμβριο του 2040 έπεσε χθες το απόγευμα στα 49,68 σεντς ανά ευρώ (στο 49,68% της αρχικής του αξίας δηλαδή), ενώ η απόδοσή του είχε ενισχυθεί κατά 17 μονάδες βάσης στο 9,91%.
Η Goldman Sachs θεωρεί ότι κάτω από το όριο 50 οι κάτοχοι πρέπει να κλείσουν τις long θέσεις τους, να σταματήσουν δηλαδή να στοιχηματίζουν ότι η απόδοση του ομολόγου θα αυξηθεί στο μέλλον.
Με χθεσινοβραδινή ανακοίνωσή της η Goldman Sachs υπενθυμίζει ότι στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, όταν η ονομαστική αξία του 30ετούς ομολόγου ήταν 54 σεντς ανά ευρώ, η τράπεζα είχε συστήσει «αγορά» του ελληνικού ομολόγου με τιμή-στόχο τα 65 σεντς και θέτοντας ταυτόχρονα τιμή ρευστοποίησης τα 50 σεντς.